ΗΕλλάδα μετατρέπεται στη χώρα των κλειστών σχολείων και των έρημων χωριών. Κάθε χρόνο μετρά πάνω από 700 σχολεία εκτός λειτουργίας, με τα νούμερα να μεγαλώνουν διαρκώς. Σύμφωνα με την ΟΛΜΕ, φέτος οι κλειστές μονάδες έφτασαν τις 766 (!), αριθμός κατά τι μεγαλύτερος σε σχέση με τις 762 που είχαν παροπλιστεί από πέρυσι. Αυτό σημαίνει ότι σε εξίσου πολλούς οικισμούς και γειτονιές δεν θα ακούγεται πλέον ο χαρακτηριστικός ήχος από το κουδούνι στις 8 το πρωί. Και μαζί με μια συνήθεια που όσο απομακρύνεται κανείς από τα σχολικά χρόνια παίρνει νοσταλγικές διαστάσεις, το σημαντικότερο είναι ότι χάνεται το παρόν του τόπου όπου λειτουργούσε η σχολική μονάδα.
Η κατάσταση μπορεί να γίνει ακόμη χειρότερη, προειδοποιεί ο Νεκτάριος Κορδής, μέλος του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ. Επικαλούμενος στοιχεία από τη σχετική έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), επισημαίνει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ότι αν συνεχιστεί η ίδια τάση υπογεννητικότητας, μέχρι το 2035 θα έχουν «εξαφανιστεί» 430.000 μαθητές, δηλαδή το 1/3 όσων φοιτούν σήμερα. Κατά συνέπεια, στις σημερινές κλειστές μονάδες θα προστεθούν εκατοντάδες ακόμη, που θα αντιστοιχούν στο ασύλληπτο 29,2% του συνόλου των σχολείων που παραμένουν ανοιχτά έως σήμερα.
Εξωφρενική η διαφορά σε σχέση με το 2010
Η αρχή της κρίσης είναι σημείο ορόσημο όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την κατάσταση στα σχολεία. Για την ακρίβεια, η διαφορετική εικόνα που επικρατεί πλέον στις σχολικές τάξεις είναι το ειδικό αποτέλεσμα των πολιτικών που υλοποιήθηκαν σε κεντρικό επίπεδο. Το 2010 οι εγγραφές στην Α΄ Δημοτικού, στην αρχή, δηλαδή, της αλυσίδας, ανέρχονταν σε 115.000 παιδιά. Το 2024 ο αριθμός αυτός έπεσε στις 71.181, καταγράφηκε, δηλαδή, μείωση κατά 40% μέσα σε μόλις 15 χρόνια. «Η συρρίκνωση αυτή δεν είναι απλώς στατιστική, αλλά αποτυπώνει την επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος και τις άμεσες συνέπειές του στη δημόσια εκπαίδευση» επισημαίνει ο κ. Κορδής, τονίζοντας ότι, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, η επίδραση της υπογεννητικότητας έχει ήδη φτάσει στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση! «Μεταξύ του 2023 και του 2027 θα έχουμε μια δραματική μείωση των μαθητών στο Γυμνάσιο κατά 64.347 μαθητές/τριες! Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές σε πολλά σχολεία, ιδιαίτερα στην περιφέρεια: συγχωνεύσεις τμημάτων, μείωση του διδακτικού προσωπικού και αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα μικρών σχολικών μονάδων» σημειώνει.
Ο λόγος που αντέχουν Γυμνάσια και Λύκεια
Οι ολοένα και λιγότερες γεννήσεις παιδιών τα τελευταία χρόνια φαίνονται πρώτα στα Νηπιαγωγεία και στα Δημοτικά. Είναι τα πρώτα σχολεία που την «πληρώνουν». Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας (το οποίο απαριθμεί τα σχολεία σε αναστολή σε 714), πρώτα σε λουκέτα είναι τα Νηπιαγωγεία (355) και ακολουθούν τα Δημοτικά (319). Αντίθετα, πολύ μικρότεροι είναι οι αριθμοί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Τα Γυμνάσια που δεν λειτουργούν είναι 24 και τα Λύκεια 10. Το γεγονός ότι τα Λύκεια και τα Γυμνάσια δείχνουν πιο ανθεκτικά είναι γιατί στις τάξεις τους βρίσκονται οι γενιές με τα παιδιά που είχαν γεννηθεί παλιότερα. Οι άδειες αίθουσες των Δημοτικών σήμερα δείχνουν την κατάσταση που επικρατεί με τις γεννήσεις από το 2019 κι έπειτα.
Με το βλέμμα στους πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ, ο κ. Κορδής σημειώνει ότι οι ενδείξεις είναι ανησυχητικές και για το άμεσο μέλλον, καθώς οι 71.455 γεννήσεις που είχαμε το 2023 ήταν λιγότερες κατά 34.973 συγκριτικά με το 2011 (άρα μειωμένες κατά 32,8%). Το 2017, πάλι, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 35.948 και το 2023 κατά 56.646 (αύξηση κατά 63%). Η διαφορά γεννήσεων και θανάτων μέσα σε μόλις μια τετραετία (2019-2023) είναι αυξημένη κατά 137%!
Η κατάσταση στην πιο πληγωμένη περιφέρεια
Στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη καταγράφονται τα περισσότερα κλειστά σχολεία (154). Συντριπτικά περισσότερα απ’ όσα έχουν σταματήσει να λειτουργούν είναι τα Νηπιαγωγεία (96), ακολουθούν τα Δημοτικά (43) και έπονται τα Γυμνάσια (7) και τα Λύκεια (3), με τη λίστα να συμπληρώνεται με μία μονάδα Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
Πολλά από αυτά τα σχολεία βρίσκονταν σε ορεινά χωριά, λέει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Τζεμαλή Μηλιαζήμ, δάσκαλος Ειδικής Αγωγής στην Ξάνθη. Η πρώτη αιτία της μείωσης του πληθυσμού είναι οι συνθήκες ζωής. Αρκετοί από τους κατοίκους αναζήτησαν τα προηγούμενα χρόνια να βρουν καλύτερη δουλειά και φθηνότερη αναλογικά στέγη στο εξωτερικό. Μετρώντας πια λιγότερα παιδιά, τα σχολεία έκλεισαν υπό την πίεση της εφαρμογής του κατώτατου ορίου για τον αριθμό των 15 μαθητών ανά μονάδα. Σε ορισμένες, βέβαια, περιπτώσεις, που μπορεί να έχουν επικοινωνιακό όφελος, όπως στα ακριτικά νησιά, η κυβέρνηση δεν εμφανίζεται το ίδιο αυστηρή. «Για μένα η καρδιά ενός χωριού είναι το σχολείο. Κλείνοντας σχολεία σε διάφορους οικισμούς, σημαίνει ότι η καρδιά του σταματά να χτυπά» αναφέρει ο κ. Μηλιαζήμ. Όπως έχει διαπιστώσει, μετά τη διακοπή λειτουργίας του σχολείου οι οικογένειες που έχουν απομείνει αναγκάζονται να μετακινηθούν: «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ερημώνει εκείνη η περιοχή όπου μένουν».
Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση στα ορεινά Πομακοχώρια, Θέρμες και Ωραίο, τα οποία βρίσκονται κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Όπως εκτιμά ο κ. Μηλιαζήμ, την τελευταία δεκαετία έχουν φύγει πάνω από 100 οικογένειες από κάθε χωριό: «Αυτό σημαίνει ότι έχουν κλείσει 200 σπίτια. Υπάρχουν 200 νοικοκυριά λιγότερα στην ορεινή περιοχή. Τώρα είδα ότι στις Θέρμες κλείνει το Νηπιαγωγείο, ενώ με αυτό τον ρυθμό θα κλείσει και το Δημοτικό μόλις τελειώσουν τα παιδιά που πηγαίνουν τώρα». Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο Σέλερο, στο οποίο ζει ο ίδιος. Παρότι μιλάμε για πεδινή κωμόπολη, επίσης έχουν φύγει δεκάδες οικογένειες και έχει μειωθεί ο πληθυσμός: «Εδώ το σχολείο δεν έχει κλείσει ακόμη, έχει συγχωνευτεί. Από δωδεκαθέσιο που ήταν το Δημοτικό έχει μείνει εξαθέσιο».
Οι λίγες οικογένειες που έχουν παραμείνει σε περιοχές στις οποίες έχει κλείσει το σχολείο αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά τους με ταξί σε άλλο οικισμό. Το κόστος καλύπτεται από το κράτος, αλλά η ταλαιπωρία είναι μεγάλη. «Μιλάμε τώρα για 30 ή 35 χιλιόμετρα τη μέρα. Όπου εδώ στο βουνό δεν είναι και τόσο εύκολες οι συνθήκες και τόσο καλοί οι δρόμοι έτσι ώστε να μπορέσουν να φτάνουν με ασφάλεια τα παιδιά κάθε φορά. Και ιδιαίτερα τον χειμώνα είναι ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα λόγω της χιονόπτωσης και του παγετού. Είναι συνθήκες που προβληματίζουν τους γονείς και αυτό τους οδηγεί να φεύγουν από το χωριό και να κατεβαίνουν είτε στην πόλη είτε να πηγαίνουν κάπου αλλού».
Το επόμενο αποτέλεσμα είναι οι τάξεις να γεμίζουν ασφυκτικά και τα τμήματα να ξεπερνούν ακόμη και τα 25 παιδιά. Σε σχέση με σχολεία που θα μπορούσαν να μένουν ανοιχτά με μονοψήφιο αριθμό μαθητών, το επιχείρημα είναι ότι τουλάχιστον η κοινωνικοποίησή τους μπορεί να είναι έτσι πιο αποδοτική. Ο Τζ. Μηλιαζήμ διαφωνεί. «Δεν μπορεί να με πείσει κανένας ότι μπορώ να κάνω καλύτερο μάθημα με 25 παιδιά από ό,τι όταν έχω 13 ή 14 ή ότι τα παιδιά δεν έχουν καλή επαφή μεταξύ τους. Είναι πρακτικό το ζήτημα. Έχω 45 λεπτά στη διάθεσή μου. Όταν έχω 10 παιδιά, μπορώ να τους αφιερώσω από 5-10 λεπτά στο καθένα. Όταν έχω 25 παιδιά, μπορώ να τους αφιερώσω μόνο από 2 λεπτά».
Πολλά από τα σχολεία που κλείνουν είναι μειονοτικά. «Από το 2002 έως σήμερα διαπιστώνω ότι έχουν κλείσει περί τα 150». Η διαφορά τους μ’ ένα άλλο σχολείο είναι ότι μαζί με τα ελληνικά γίνεται και μάθημα για τα τουρκικά. Το κράτος αποδεδειγμένα δείχνει ακόμη μικρότερο ενδιαφέρον για τη διασφάλιση της λειτουργίας τους. Με αυτή, όμως, την επιλογή πλήττει την αρμονική συνύπαρξη. «Τα μειονοτικά σχολεία είναι διαφορετικά σχολεία. Είναι διαφορετικά από την άποψη ότι καλλιεργείται μια πολυπολιτισμική-διαπολιτισμική προσέγγιση ενδεχομένως. Και αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι».
Οι πολιτικές της Ν.Δ. επιδείνωσαν το πρόβλημα
Κατά τον Νεκτάριο Κορδή, το κλείσιμο των σχολείων, πέρα από τη δημογραφική κρίση, αντανακλά την τάση της κυβέρνησης να αντιμετωπίζει μια σχολική μονάδα με όρους κόστους-οφέλους. «Έτσι ένα σχολείο με πέντε μαθητές και επτά εκπαιδευτικούς το θεωρεί “αντιπαραγωγικό”». Την ίδια άποψη συμμερίζεται ο Θοδωρής Μπαλτάς, δάσκαλος και πρόεδρος του Η΄ Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θεσσαλονίκης. Θεωρεί ότι οι εκτεταμένες συγχωνεύσεις τμημάτων και καταργήσεις σχολείων και φέτος σε όλη τη χώρα αποτελούν μέρος της πολιτικής της Ν.Δ. Όπως εξηγεί στην ΑΥΓΗ, λιγότερα δημόσια σχολεία σημαίνουν λιγότερα τμήματα, «άρα μικρότερη υποχρέωση του κράτους για δημόσιες δαπάνες για το δημόσιο σχολείο!». Σημειώνεται ότι στην Κεντρική Μακεδονία, όπου υπάγεται η Π.Ε. Θεσσαλονίκης, καταγράφεται και ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός κλειστών σχολείων (150).
Οι παράμετροι που έφεραν το «επιθυμητό» για τη Ν.Δ. αποτέλεσμα ήταν δύο: «οι ολοένα και λιγότερες γεννήσεις παιδιών τα τελευταία χρόνια» και η «κατάργηση του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ που μείωνε τον μέγιστο αριθμό μαθητών/τριών και τον κατώτατο για δημιουργία τμήματος». Αντίθετα, ο νέος νόμος της Ν.Δ., ο οποίος τέθηκε σε ισχύ ήδη από το καλοκαίρι του 2019, προβλέπει πληθωρικά τμήματα 25+ μαθητών ανά τμήμα. «Δυστυχώς στις τελευταίες εκλογές “ηττήθηκε” εκλογικά μια πολιτική που θα απέτρεπε το μεγαλύτερο μέρος των συγχωνεύσεων και καταργήσεων σχολείων, με μείωση των μαθητών/τριών ανά τμήμα σε 20 το ανώτερο, αλλά και το δημογραφικό δεν θα είχε αυτή τη δυσοίωνη εξέλιξη».
Γερνάει ραγδαία η χώρα, γερνάνε και οι καθηγητές
Μια πτυχή που επίσης δεν πρέπει να παραβλέπεται και σχετίζεται με την ενδυνάμωση των δημόσιων σχολείων είναι η ηλικιακή επιβάρυνση των εκπαιδευτικών. Επικαλούμενος στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ν. Κορδής επισημαίνει ότι το 51% των εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια είναι άνω των 50 ετών, ενώ λιγότεροι από 1% είναι κάτω των 30 ετών. Στη Δευτεροβάθμια το 18,5% των υπηρετούντων πάλι είναι πάνω από 60 χρόνων, ποσοστό που εκτοξεύεται στο 67,5% για όσους/ες είναι πάνω από 50 ετών! Την ίδια στιγμή «ο ηλικιακός μέσος όρος των αναπληρωτών/τριών είναι τα 40 έτη». Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι δημιουργείται ένα χάσμα «όπου οι εκπαιδευτικοί φτάνουν να έχουν μισό αιώνα διαφορά ηλικίας με τους μαθητές και τις μαθήτριες».
Πηγή:εφημερίδα Αυγή: https://www.avgi.gr/koinonia/511219_ena-sta-tria-tha-kleisei-mehri-2035-766-den-tha-leitoyrgisoyn-fetos?fbclid=IwY2xjawMzX0RleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETB6OFFvem5DTFNra1RoMUVUAR6BqhOGHbbjAOrGbq6be1rHAqtbXVFRbEgx7rh33KrovFWNpWGW3vm6HoRiPg_aem_hJVyLETHowN2lWtWBnOVHw